Πανδαισία ψυχής, το ποίημα της
συγχωριανιάς μας Θεοδώρας Μπολίκα με τίτλο «Το Χωριό μου». Ένα ποίημα που
εκφράζει με λυρισμό και απέραντη νοσταλγία την πατρώα γη «το Αγράμπελο». Μνήμες
και αναμνήσεις που φέρνουν αφόρητη νοσταλγία για το γενέθλιο τόπο μας, ώστε να διατηρήσουμε τον ιερό δεσμό με το χωριό μας….. Ευλογημένος τόπος!
ΑΠΟΛΑΥΣΤΕ ΤΟ….
Χωριό μου,
αν υψώσεις λίγο το ανάστημά σου
αγγίζεις τον ουρανό
αν σκύψεις λίγο
αγγίζεις τον κάμπο τον ξανθό
που απλώνεται μες στη ποδιά σου
και θρέφει τόσα χρόνια τα παιδιά σου.
Χωριό μου,
οχυρωμένο από παντού
με ρεματιές, βελανιδιές
το πουρναράκι, τις σπηλιές
και παραέξω, ένα θεριό
βαθιά στη γη κρυμμένο
μ’ ολάνοιχτο το στόμα
πάντα εκεί
οχυρωμένο από παντού
με ρεματιές, βελανιδιές
το πουρναράκι, τις σπηλιές
και παραέξω, ένα θεριό
βαθιά στη γη κρυμμένο
μ’ ολάνοιχτο το στόμα
πάντα εκεί
να μαρτυρεί
πως κάποτε ξεδίψασε με αίμα.
πως κάποτε ξεδίψασε με αίμα.
Χωριό μου,
όσο οι θεές των δέντρων
οι όμορφες Αμαδρυάδες
το δάσος θα προσέχουν,
οι κλώνοι θα φουντώνουν
το μπουχαρί θα καίει
η αγράμπελη και η ρίγανη θ’ ανθίζει
και θα μοσχομυρίζει
η φύση θα μεθάει
παρέα με τις μούσες
θα γλυκοτραγουδάει.
όσο οι θεές των δέντρων
οι όμορφες Αμαδρυάδες
το δάσος θα προσέχουν,
οι κλώνοι θα φουντώνουν
το μπουχαρί θα καίει
η αγράμπελη και η ρίγανη θ’ ανθίζει
και θα μοσχομυρίζει
η φύση θα μεθάει
παρέα με τις μούσες
θα γλυκοτραγουδάει.
Χωριό μου,
στις δυο σου παλάμες
κρατάς με καμάρι
τους δυο θησαυρούς σου
κανείς μην τους πάρει.
Στη μια την παλάμη η τοπική
στις δυο σου παλάμες
κρατάς με καμάρι
τους δυο θησαυρούς σου
κανείς μην τους πάρει.
Στη μια την παλάμη η τοπική
βλάχικη φορεσιά σου
που τίμησαν οι πρόγονοι
ως τα στερνά τους.
Η φουστανέλα η φαρδιά,
και η σιγκούνα η μακριά
η χιλιοστολισμένη
ολόγιομη, μοτίβα κεντημένη.
Στην άλλη την παλάμη σου
η γλώσσα των προγόνων σου
η γλώσσα η μητρική σου
ολότελα δική σου
ποτέ δεν μπήκε στα σχολειά
ούτε υπάρχει στα χαρτιά.
Η φουστανέλα η φαρδιά,
και η σιγκούνα η μακριά
η χιλιοστολισμένη
ολόγιομη, μοτίβα κεντημένη.
Στην άλλη την παλάμη σου
η γλώσσα των προγόνων σου
η γλώσσα η μητρική σου
ολότελα δική σου
ποτέ δεν μπήκε στα σχολειά
ούτε υπάρχει στα χαρτιά.
Μα τόσα χρόνια θαρρετά
στα χείλη στήνει το χορό
κι αβίαστα χορεύει
κάνει φτερά
και σαν πουλί πετά βουερά
από στόμα σε στόμα
και αντέχει ακόμα.
κι αβίαστα χορεύει
κάνει φτερά
και σαν πουλί πετά βουερά
από στόμα σε στόμα
και αντέχει ακόμα.
Χωριό μου
εσύ τόσα χρόνια μονάχο σαν αράχνη
την τύχη σου υφαίνεις
με το χρόνο να τρέχει και να μη σταματά
λίγο να ξαποσταίνεις.
Και η σαΐτα μ΄ ορμή
να περνά τις χρυσές τις κλωστές
στο πανί που υφαίνεις, με πάθος
κι αν ο ύπνος σ΄ αρπάζει για λίγο
να περνάς, δυστυχώς
και καμιά μαύρη, γρουσούζα κλωστή
καταλάθος.
Για να φωλιάζουν έτσι στον κόρφο σου
εκτός από μύριες χαρές
και συμφορές αντάμα
και να βουλιάζουν στη θλίψη
την δική σου μορφή
λες κι έχουν κάνει τάμα.
Μα σήμερα
που απέμεινες χωρίς τα νιάτα
φοβάσαι περισσότερο της μοίρας σου
τα άσχημα μαντάτα.
Και ψάχνεις όπως πάντα
μέσ’τις χαρές σου την ευλογία
για να μπορείς
όσες φορές κι αν πέφτει πάνω σου
της μαύρης μοίρας σου η δυστυχία
εσύ να σχωρνάς σαν μάνα γλυκιά
κάθε της αμαρτία.
Και να ξεπλένεις κάθε πίκρα απ’ τα χείλη σου
με κρύο νερό μέσα απ’ τα σωθικά σου
στα τρία πηγάδια σου να ρίχνεις βαθιά
τα ένοχα μυστικά σου.
Και καθώς όλα σου τα χρόνια
η καλή και η κακή σου μοίρα παλεύουν
το φεγγάρι κι ο ήλιος στην πάλη αυτή
είναι μάρτυρες καθώς ταξιδεύουν
κι άντεχες κι αντέχεις ακόμη
να παλεύεις σκληρά με κάθε κακό
που προσπαθεί να σε φτάσει
να προλάβεις
τόση αγάπη, καλοσύνη κι ομορφιά
που απέμεινε εδώ
ποτέ μην χαλάσει.
Χωριό μου,
ο χρόνος καλπάζει και πίσω του αφήνει
πολλές απλές καθημερινές αναμνήσεις
που συχνά ζωντανεύουν, να μη λησμονήσεις.
ο χρόνος καλπάζει και πίσω του αφήνει
πολλές απλές καθημερινές αναμνήσεις
που συχνά ζωντανεύουν, να μη λησμονήσεις.
Θυμάσαι,
τους κρύους χειμώνες, τις άγριες νύχτες
γύρω απ’ το τζάκι, πάνω στα χράμια
τη βάβω, τον πάππο
να λεν στα εγγόνια, πολλά παραμύθια
από συνήθεια.
Τη μορφή του πατέρα, να σκίζει τα ξύλα
να ρίξει στο τζάκι,
να ζεσταθεί η φαμίλια.
Και τη φιγούρα της μάνας
αγέρωχη πάντα, να μην ξαποσταίνει
αγέρωχη πάντα, να μην ξαποσταίνει
αργαλειό να υφαίνει, ψωμί να ζυμώνει
να σκουπίζει τον ιδρώτα με τη ποδιά της
να σκουπίζει τον ιδρώτα με τη ποδιά της
κι αποσταμένη
στο τέλος της μέρας, να τρέχει
στο τέλος της μέρας, να τρέχει
τα παιδιά να μαζέψει
και να μην προλαβαίνει να τα κανακέψει.
και να μην προλαβαίνει να τα κανακέψει.
Και όλους τους άντρες στα καφενεία
γύρω απ’ τη σόμπα
να πιάνουν ξεκούραστοι την πολυλογία.
γύρω απ’ τη σόμπα
να πιάνουν ξεκούραστοι την πολυλογία.
Θυμάσαι,
τα ζεστά καλοκαίρια, που έσφιγγε η ζέστη
και η γη σου γεννούσε και σε καλούσε
τη σοδειά να μαζέψεις
και στο γλυκό κάλεσμά της, το χωριό ροβολούσε
τα καπνά να μαζέψει, που οι κορφές λουλουδίζαν
και τα στάχυα να δρέψει, που απαλά κυματίζαν
και ώσπου να εισβάλουν στον κάμπο
σαν θεριά τα τρακτέρ, να λύσουν τα χέρια
ο φτωχός γαϊδαράκος, με καπνά φορτωμένος
ανηφόρα τραβούσε
με κρεμασμένο στο λαιμό το ταλισάρι
γεμάτο στάρι.
Θυμάσαι,
τους άντρες κατάκοπους μετά τη δουλειά
στα καφενεία να αράζουν
να πάρουν μια ανάσα, να πουν μια κουβέντα
κι απ’ την κούραση λίγο να ξαποστάσουν.
Και τις γυναίκες
χλωμές και αποσταμένες, όταν
όλες οι αρμάθες ήταν στις λιάστρες
στη σειρά κρεμασμένες
βιαστικές τις αυλές να σκουπίζουν
τους άντρες κατάκοπους μετά τη δουλειά
στα καφενεία να αράζουν
να πάρουν μια ανάσα, να πουν μια κουβέντα
κι απ’ την κούραση λίγο να ξαποστάσουν.
Και τις γυναίκες
χλωμές και αποσταμένες, όταν
όλες οι αρμάθες ήταν στις λιάστρες
στη σειρά κρεμασμένες
βιαστικές τις αυλές να σκουπίζουν
τα παιδιά να φροντίζουν
και ως το σούρουπο να συγυρίζουν.
Θυμάσαι,
το σχολείο, και όλοι οι δρόμοι
με παιδάκια γεμάτοι
γελαστά το παιχνίδι να αρχίζουν
μια να σμίγουν σαν τα σπουργίτια
και μια να χωρίζουν
και φορώντας στα πόδια φτερά
σα θεοί να διαβαίνουν
τόσες ανηφοριές και κατηφοριές
δίχως να ξαποσταίνουν.
το σχολείο, και όλοι οι δρόμοι
με παιδάκια γεμάτοι
γελαστά το παιχνίδι να αρχίζουν
μια να σμίγουν σαν τα σπουργίτια
και μια να χωρίζουν
και φορώντας στα πόδια φτερά
σα θεοί να διαβαίνουν
τόσες ανηφοριές και κατηφοριές
δίχως να ξαποσταίνουν.
Θυμάσαι,
τους βοσκούς με την κάπα στον ώμο
και τη γκλίτσα στα χέρια
τους χειμώνες και τα καλοκαίρια
μονάχοι να οδηγούν τα κοπάδια
στις πλαγιές και τις στάνες
και τα ζώα αμέριμνα να τρων τις βελάνες.
Τις νυχτιές στη σιωπή βυθισμένο
να μιλάς με τ’ αστέρια
και οι κυνηγοί με τα όπλα να στήνουν
στους λύκους καρτέρια.
Το φεγγάρι, τον ήλιο
στο δικό σου ουρανό να γλιστράνε με χάρη
το καθένα να πάει να κρυφτεί
στο δικό σου αμπάρι.
τους βοσκούς με την κάπα στον ώμο
και τη γκλίτσα στα χέρια
τους χειμώνες και τα καλοκαίρια
μονάχοι να οδηγούν τα κοπάδια
στις πλαγιές και τις στάνες
και τα ζώα αμέριμνα να τρων τις βελάνες.
Τις νυχτιές στη σιωπή βυθισμένο
να μιλάς με τ’ αστέρια
και οι κυνηγοί με τα όπλα να στήνουν
στους λύκους καρτέρια.
Το φεγγάρι, τον ήλιο
στο δικό σου ουρανό να γλιστράνε με χάρη
το καθένα να πάει να κρυφτεί
στο δικό σου αμπάρι.
Θυμάσαι….
Όμως εσύ
ποτέ δεν πρόσφερες μια εύκολη ζωή
και όσοι κοντά σου έζησαν
μόχθησαν αγωνίστηκαν
να κάνουν προκοπή.
Από μικρά στα βάσανα είχες και τα παιδιά
που απ’ την κούνια τα ’ριχνες,
χωριό μου, στα χωράφια
χωρίς ύπνο και χάδια.
Η μόνη ελευθερία τους
στους δρόμους ως τη δύση
ξορκίζοντας την κούραση
μερεύοντας τη φύση
να σε κοιτούν και να ρωτούν
ρουφώντας τον αέρα
πόση χωριό μου είναι όλη η γη
και πως είναι άραγε η ζωή
απ’ τη γρούσπα πιο πέρα;
Από μικρά στα βάσανα είχες και τα παιδιά
που απ’ την κούνια τα ’ριχνες,
χωριό μου, στα χωράφια
χωρίς ύπνο και χάδια.
Η μόνη ελευθερία τους
στους δρόμους ως τη δύση
ξορκίζοντας την κούραση
μερεύοντας τη φύση
να σε κοιτούν και να ρωτούν
ρουφώντας τον αέρα
πόση χωριό μου είναι όλη η γη
και πως είναι άραγε η ζωή
απ’ τη γρούσπα πιο πέρα;
Και τώρα χωριό μου
στερημένο από νιάτα
απέμεινες μόνο
απέμεινες μόνο
με λίγους κατοίκους
να μετράνε τις ώρες
απ’ της καμπάνας τους χτύπους
να’ χουν ρόζους στα χέρια
γερμένους τους ώμους
και το βλέμμα στραμμένο
στον κάμπο, στους λόγγους
να λεν παλιές ιστορίες
να ζουν με αναμνήσεις
ν’ ακούν με αγωνία
στο γυαλί τις ειδήσεις.
να μετράνε τις ώρες
απ’ της καμπάνας τους χτύπους
να’ χουν ρόζους στα χέρια
γερμένους τους ώμους
και το βλέμμα στραμμένο
στον κάμπο, στους λόγγους
να λεν παλιές ιστορίες
να ζουν με αναμνήσεις
ν’ ακούν με αγωνία
στο γυαλί τις ειδήσεις.
Αλλά εσύ, στο διάβα του χρόνου
ποτέ να μη δύσεις
το δικό σου τον κύκλο
ποτέ να μην κλείσεις.
ποτέ να μη δύσεις
το δικό σου τον κύκλο
ποτέ να μην κλείσεις.
Υπάρχει τόση ομορφιά ολόγυρά σου
και τόση αγάπη απ’ τα παιδιά σου
για να παίρνεις ζωή
και να’ ναι πάντα η αγκαλιά σου ανοιχτή.
Πηγη: Εφημερίδα Αγραμπελιώτικα
Νέα αρ φύλλου 28
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου