Κυριακή 30 Αυγούστου 2020

Χρίστος Σοροβέλης : Αφιερωμένο σε σένα, Βάβω μου, μου μιλάς και με μαλώνεις ακόμη…υπάρχεις μέσα μου, βαθιά, βαθιά…





Ένα μικρό απόσπασμα του διηγήματος που γράφει ο Χρίστος Σοροβέλης  για το χωριό μας. Αφιερωμένο σε σένα, Βάβω μου, μου μιλάς και με μαλώνεις ακόμη…υπάρχεις μέσα μου, βαθιά, βαθιά…
απο το βιβλίο  <<ΟΙ ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΙ>>

 ΟΙ ΣΥΝΟΔΟΙΠΟΡΟΙ
 Η ψυχή, η ψυχή, αυτή με κρατά , μου είπες…
 ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΔΙΗΓΗΜΑΤΟΣ:
  Την επόμενη ημέρα οι γονείς του Παύλου ετοίμαζαν το πανηγυρικό τραπέζι της μεγάλης επιτυχίας του. Ο πατέρας του, ο Γρηγόρης, γύρω στα πενήντα, ένιωθε δικαιωμένος για την προσπάθεια και επιμονή του γιου του να κατακτήσει τις κορυφές του Ολύμπου....
Η μητέρα του, η Πολυδώρα, ίσως η πιο ευαίσθητη γυναίκα στον κόσμο αλλά και η πιο παραπονιάρα με τα υπέροχα αστραφτερά μάτια, καμάρωνε και χαμογελούσε. «Αυτό το βράδυ» σκέφτηκε ο Παύλος «θα το αφιερώσω στην οικογένειά μου. Τα υπόλοιπα στην οικουμενική οικογένειά μας». Σ΄ αυτή την όμορφη συντροφιά, η ψυχή του βρισκόταν στον σκοπό, στην ιδέα, στο όνειρο. Μέσα από τα γέλια και τις μουσικές ζωντάνεψαν οι παιδικές αναμνήσεις του σε κάποιο απομονωμένο χωριό έξω από το Αγρίνιο. Θυμήθηκε τα σχολικά χρόνια σ’ ένα μικρό και ζεστό σχολείο, όπου δέσποζε η αυταρχική μορφή του δασκάλου-Βασανιστή, όπως τον αποκαλούσε.
Το χωριό είναι κοντά στον Αστακό, με όνομα Αγράμπελα. Το προστατεύει η φύση, πότε άγρια, πότε ήρεμη. Ο χειμώνας είναι η ανάσα των γεωργών αλλά και ο θάνατός τους, όταν κατέστρεφε τη σοδειά. Ένα μικρό αρχοντικό χωριό, που το γέννησε μια θεϊκή ανάσα και που συνεχίζει να αναπνέει παρ΄ όλα την αναγκαστική μετανάστευση των κατοίκων. Ένα σύμβολο αγώνα για επιβίωση, για δημιουργία. Ο τόπος, άλλωστε, είναι μνήμη, δεν είναι μόνο τα πρόσωπα, που πολλές φορές είναι ανίκανα να τον συνεχίσουν ή και να τον προστατεύσουν. Εκεί έζησε τα παιδικά του χρόνια και η μνήμη του είναι γεμάτες εικόνες από  τη γιαγιά και τον παππού. Πρόσωπα βγαλμένα από ένα μυθικό παραμύθι, πρόσωπα που τον διαμόρφωσαν και τον διαμορφώνουν, παρόλο που ο παππούς του «έφυγε».
Πολλές φορές νοσταλγεί την αθωότητα της παιδικής ηλικίας, αν και η παιδικότητα παραμένει μέσα στην ψυχή του. Πόσες φορές ονειρεύθηκε το σπίτι με το τζάκι, με τα κεραμίδια, τον ανθισμένο από δέντρα κήπο. Το σπίτι έβλεπε σε μια μεγάλη βουνοπλαγιά, το Παρναράκι. Πόσες φορές το ανέβηκε, πόσες φορές ένιωσε σαν Προμηθέας που έψαχνε τα μυστικά των θεών για να τα μοιραστεί. Ένας μυστικός κήπος με κρυμμένους θησαυρούς, που είναι όμως πρόθυμοι να σου φανερωθούν. Ένιωθε σαν εξερευνητής που έκλεβε τα μυστικά των Θεών και τα αποκάλυπτε στους συγχωριανούς του. «Ένας σπόρος αμφισβήτησης να φυτρώσει, ένας μόνο σπόρος και μετά θα ανθίσει η οικουμένη», σκεφτόταν.
            Αυτός ο σπόρος ήταν η ευχή και η κατάρα του. Ευχή γιατί τον έκαιγε η αλήθεια, κατάρα γιατί τον τυραννούσε, όταν δεν την έβρισκε. Άλλωστε, από το συμβάν με τον παπά της ενορίας του χωριού του, μόνο κακές αναμνήσεις είχε.  Ήταν δεν ήταν έξι ετών και είχε τις πρώτες μεταφυσικές του ανησυχίες.    
- Πώς γεννήθηκε ο άνθρωπος; ρώτησε τον ηλικιωμένο ιερέα.
- Ο Θεός έχει μια μηχανή, τη γυρίζει γύρω-γύρω και φτιάχνει ανθρώπους.
 Αυτή ήταν η πρώτη του αμφισβήτηση. Κάτι δεν του ταίριαζε. Κάτι του φαινόταν λάθος. Μα δεν ήξερε ακριβώς γιατί. «Μα, μπορεί να είναι τόσο αστεία εικόνα;» πήγε να πει, αλλά το ξανασκέφθηκε και σιώπησε.
Όταν ήταν στις πρώτες τάξεις του Δημοτικού, μ’ ένα φίλο και συμμαθητή  του, ζήτησαν την άδεια από τον δάσκαλο να πάνε στην τουαλέτα. Όχι βέβαια να ικανοποιήσουν καμιά επείγουσα ανάγκη, αλλά ήταν αφορμή να βγουν έξω, στη φύση. Τότε, ο Παύλος εμπνεύστηκε μιαν ιδέα: να ξαναμπούν στην τάξη, όταν ένας γέρος που καθόταν στο καφενείο αποχωρήσει από εκεί. Ο γέρος αναπαυόταν στον ήλιο, έπινε τον καφέ του, αγνάντευε τον κάμπο, τα βουνά, έκλεισε τα μάτια του και αποκοιμήθηκε. Οι δύο φίλοι παρακολουθούσαν τον γέρο, μήπως και ξυπνήσει αλλά εκείνος ήταν παραδομένος στον Μορφέα! Δεν σκέφθηκαν ούτε στιγμή να μπουν στην τάξη. Πώς; Να πρόδιδαν τη συμφωνία τους; Σε λίγο το κουδούνι του σχολείου χτύπησε για διάλειμμα αλλά σε διάλειμμα ήταν ήδη οι δύο φίλοι και ως φίλοι μοιράστηκαν από κοινού τα χτυπήματα της βέργας από τον δάσκαλο. Η απάντησή τους ήταν καταλυτική στα αλλεπάλληλα χτυπήματα της βέργας: «τι φταίμε εμείς, που ο γέρος αποκοιμήθηκε;».
Ο Παύλος πίστευε πως ο Δάσκαλος πρέπει να εμπνέει τον σεβασμό, να ανοίγει ορίζοντες στους ανθρώπους να ονειρεύονται. Να μετατρέπει το μάθημα σε ποίηση. Όνειρο είναι η παιδεία, που σου ανοίγει δρόμους αλλά και που σε αναγκάζει να κλείνεις όσους άνοιξες, αν δεν ήταν δική σου επιλογή.
Ένα άλλο περιστατικό χαραγμένο στη μνήμη από τα παιδικά χρόνια του ήταν το δώρο που του πρόσφερε ο παππούς του, ο Θοδωρής. Ένα ξύλινο ξίφος. Όταν ο μικρός Παύλος τον ρώτησε γιατί ήταν από ξύλο και όχι από σίδερο, ο παππούς του απάντησε: «Με το ξίφος να ανοίγεις δρόμους για να περνάς και με το ξύλο να στηρίζεσαι. Με το ξύλο πολλές φορές θα πέσεις και θα σηκωθείς αλλά με το σίδηρο μπορεί να πέσεις και να μην το έχεις καταλάβει ποτέ σου».
Τελικά, δεν έχει τόσο μεγάλη σημασία πού γεννήθηκες αλλά με ποιους μεγάλωσες. Λόγια σοφά, λόγια βγαλμένα από το συναίσθημα που, όσα χρόνια και αν περάσουν, θα παραμείνουν αναλλοίωτα. Αναλλοίωτο μένει ό,τι είναι βγαλμένο από τη μυστική φωτεινή πλευρά της ψυχής.
Όταν η οικογένειά του μετακόμισε στην Αθήνα, ήταν δεν ήταν οχτώ ετών. Η γεωργική παραγωγή είχε ατονήσει, οι έμποροι έκλεβαν τον μόχθο των καλλιεργητών και η ύπαιθρος αναζητούσε διεξόδους στα μεγάλα αστικά κέντρα. Η ζωή στο νέο τόπο, στην Αθήνα, ήταν στενάχωρη για τον  μικρό Παύλο. Η ελευθερία που είχε στο μικρό του χωριό έπαψε μέσα στους μεγάλους πολυσύχναστους δρόμους. Δεν μύριζε τον βουνίσιο αέρα, δεν ένιωθε την αύρα των συγχωριανών του, την ασφάλεια που του παρείχε η μικρή αυτή κοινωνία.
 Ένα πρωινό άνοιξε την πόρτα και κατευθύνθηκε σε ένα μικρό πάρκο για να συναντήσει παιδιά της ηλικίας του. Καθ’ οδόν καλημέρισε έναν άγνωστο μεσήλικα, μα εκείνος δεν του ανταπέδωσε την καλημέρα. «Γιατί;» αναρωτήθηκε. Αυτό το γιατί τον κυνηγά έως και σήμερα. Πώς θα αλλάξει ο κόσμος, αν δεν καλημερίζουμε τον άγνωστο;
Το νέο του σχολείο στην Αθήνα ήταν το νέο του βάσανο. Εχθρικό περιβάλλον, αδιάφοροι δάσκαλοι, προαύλιο-φυλακή, δίπλα από πολλές ψηλές πολυκατοικίες που του έκρυβαν τον ήλιο. «Αχ, το σχολείο του χωριού μου…», σκεφτόταν και το αναπολούσε, μολονότι δεν ήταν και ο πιο επιμελής μαθητής. Κάθε άλλο, μάλιστα. Όταν γυρνούσε από το σχολείο, πέταγε τη σάκα του σε μια γωνιά και την ξαναμάζευε την άλλη μέρα το πρωί. 
Τώρα, πια έπρεπε να προσαρμοστεί στο νέο του σχολικό περιβάλλον. Αδύνατον για κάποιον που δεν έχει σύνορα, πόρτες,  χρόνο. Το μόνο σύνορο που γνώριζε ήταν τα κοντινά βουνά. Οι πόρτες των σπιτιών ήταν πάντα ανοιχτές και ο χρόνος υπήρχε μόνο, όταν κοιμόταν. Μα τώρα ένιωθε όπως ένας σκύλος δεμένος από ένα δέντρο, που γυρίζει συνεχώς και άσκοπα γύρω από τον άξονά του.
Μέσα στην τάξη κανείς δεν του μιλούσε ούτε καν ο δάσκαλος του έδινε κάποια σημασία. Αόρατος σε ένα ορατό κίνδυνο. Οι σκέψεις τον βασάνιζαν. Πώς θα πηγαίνει κάθε μέρα στο σχολείο; Πώς θα καταφέρει να αποδράσει, να επιστρέψει στο παλιό του σχολείο, ακόμη και αν έπρεπε να διαβάζει; αναρωτιόταν. Έκλεινε τα μάτια του και ονειρευόταν τα ψηλά βουνά, το καμπαναριό, την εκκλησία, τα στενά δρομάκια που μύριζαν ζωοτροφές, θυμάρι, καπνό. Εδώ, στην Αθήνα, αδυνατούσε να κατανοήσει τι μυρίζει γύρω του. Αυτοκίνητα, σκυθρωποί άνθρωποι, άσχημα κτήρια, τσιμέντο, πλαστικά λουλούδια.
Η πρώτη ώρα ήταν η χειρότερη της μαθητικής του ζωής. «Τι λες εσύ, ρε βλάχο…», ακούστηκε η φωνή του δασκάλου, καθώς τον κοιτούσε με απέχθεια. Ο Παύλος αδύνατος στο σώμα, αδύνατος και να αρθρώσει λέξη, δεν καταλάβαινε τι τον ρώτησε ούτε καν γιατί τον αποκάλεσε και βλάχο. Παύλο τον έλεγαν. «Μήπως δεν εννοεί εμένα;», αναρωτήθηκε με την παιδική του αφέλεια. «Ποιος μαθητής λέγεται Βλάχος;»

Ο Χρίστος Σοροβέλης γεννήθηκε στο Αγράμπελο Αιτωλοακαρνανίας, το 1973, και ζει στην Αθήνα. Έγγαμος και πατέρας δύο παιδιών. Είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών με ειδίκευση στη Φιλοσοφία. Έχει master στις Επιστήμες της Αγωγής. Ασχολείται με τη μελέτη και τη συγγραφή της Λογοτεχνίας. Η πρώτη του παρουσία στα Ελληνικά Γράμματα ήταν με την ποιητική συλλογή Υπάρχω, αν και δεν με γνωρίζουν, από τις εκδόσεις Σοκόλη, το 2012. Επιλέχτηκε ως ένας από τους νέους ποιητές από τη Σύγχρονη Ανθολογία της Νέας Ελληνικής Ποίησης (2018) σε μια συλλεκτική έκδοση με την επιμέλεια του ποιητή Δημήτρη Ιατρόπουλου. Είναι συντάκτης δοκιμίων και άρθρων.







Δεν υπάρχουν σχόλια: