Σελίδες

Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2011

Ο Κουτεντές του κυρ-Γιώργη


Βαρύς κι αμίλητος ξύπνησε ο κυρ-Γιώργης κείνο το πρωινό του Μαίου του 1960 στο Ρωμανού της Λήμνου. Το Καλοκαίρι είχε μπεί πρώιμα και μέρες τώρα σκέφτονταν να τελειώνει με το ζήτημα που καιρό τον βασάνιζε, μιας και ο Κύριος δεν έπαιρνε την πρωτοβουλία.
      Έβαλε και μια φωνή στον ανηψιό του τον Βαγγέλη που του είχε υποσχεθεί να τον πάρει μαζί του, χωρίς διόλου να του περάσει απ’ το νου κατά πόσο είναι πρέπον να φορτώσει τη μνήμη ενός δεκάχρονου παιδιού με μια τόσο σκληρή εικόνα. Μέχρι να σηκώσει τον κουτεντέ στα πόδια του, νάσου και ο μικρός και κίνησαν για το κτήμα, βασανιστικά αργά είναι η αλήθεια. Ο ήλιος είχε ανέβει δέκα οργιές όταν έφθασαν στο  κτήμα και κάθισαν κάτω από τη μοναδική σε ακτίνα δύο χιλιομέτρων ήμερη βελανιδιά. Λίγες είχε το νησί- αν έμπαινε κανείς στον κόπο σε μια μέρα θα μπορούσε να τις μετρήσει- αλλά σε τίποτα δε στερούσαν σε ομορφιά απ’ αυτές του βελανιδοδάσους της Μάνινας, μόνο λίγο να….. αδικημένες στο μπόι.
      Μόλις  έφθασαν ο κουτεντές έπεσε στα τέσσερα κι έριξε το κεφάλι αφύσικα. Ο  μικρός Βαγγέλης κοίταξε τον μπάρμπα του στα μάτια σα να του ‘λεγε «τώρα είναι ώρα», αλλά ο θειός του μ’ ένα νεύμα τον έστειλε δίπλα στο κτήμα, όπου ήξερε τι έπρεπε να κάνει, όπως όλα τα παιδιά στις αγροτικές οικογένειες που ήταν σημαντικό χέρι βοήθειας για τους γονείς τους. Ξεβοτάνισε τα χόρτα  απ’ τις ντομάτες, τις μελιτζάνες, τις πιπεριές, τις καρπουζιές- απορώντας  για πότε είχαν ξαναφυτρώσει  ενώ μόλις την προηγούμενη εβδομάδα είχε κάνει το ίδιο με τον πατέρα του- κι έβγαλε νερό απ’ το πηγάδι και πότισε.
      Το θρόισμα  από τα στάχια  στο διπλανό χωράφι τον έκαναν και κοντοστάθηκε. Τον ξετρέλαινε ο ήχος και στάθηκε να τον απολαύσει γιατί σε λίγο θ’ άρχιζε ο θέρος. Θροίζουν και τ’αγριόχορτα σκέφτηκε  και οι θάμνοι, αλλά το θρόισμα του σταριού είναι μουσική. Έρριξε μια ματιά στον μπάρμπα του και τον είδε στην ίδια θέση να στρίβει το’να τσιγάρο μετά το άλλο.
      Ακόμα μπάρμπα….. του φώναξε… για να πάρει την απάντηση…… Δεν είναι εύκολο παιδί μου……… Κάποια στιγμή ανάμεσα σε δυο τσιγάρα…. σήκωσε ο Γιώργης το δίκανο  και όπλισε…. μα του φάνηκε πως το ζώο άνοιξε τα μάτια του….  τον κοίταξε  με βλέμμα  που έξυπνο δεν θα το’λεγες, αλλά μια στάλα πονηριά κουβαλούσε…. και αυτό ήταν αρκετό για να τον αποτρέψει.
   -Δεν μπορώ ρε παλιόφιλε-  άρχισε τότε να του μιλάει του ζωντανού…. Σαράντα χρόνια είμαστε μαζί, μαζί μεγαλώσαμε, παιδάκι  ήμουν που γεννήθηκες μα γέρασες νωρίτερα από μένα, δεν θυμάμαι η μάνα σου πως πέθανε, φύγε κι εσύ παναθεμά ‘σε  και μην αργοπεθαίνεις, ψόφα μωρέ μόνος σου, δεν μπορώ να σε βλέπω ανήμπορο να φεύγεις λίγο-λίγο,   δώσε μια γκαρίλα μπας και βγεί η ψυχή σου μαζί της……. Καλά ρε μπαγάσα δεν περάσαμε μαζί…. πόσες σοδειές κουβαλήσαμε, στάρι, λαχανικά, φρούτα, σανό, σύκα…θυμάσαι κάθε Σάββατο που πηγαίναμε στη Μύρινα να φέρουμε τα παιδιά απ΄το Γυμνάσιο… άλλαζες μούρη κακομοίρη, λες και γινόσουν πρωτευουσιάνος… έμ το άλλο, που ανεβάσαμε την κυρά Φιλιώ να την πάμε στο λιμάνι να φύγει με το βαπόρι  γιατί αρρώστησε… κι εσύ γκάριζες συνέχεια σαν γαϊδούρι… ξέρω γιατί το ’κανες… γιατί όταν  έφαγες τις λαχανίδες της σε έβριζε …. γομάρι του κερατά… ε! και τι ρε παλιόφιλε είναι βρισιά να λες το  γομάρι… γομάρι…. μπα σε καλό σου ακόμα γελώ άμα το σκέφτομαι… καλά περάσαμε, ε…εντάξει σου τις έβρεχα καμμιά φορά γιατί δεν είχες καθόλου… γαϊδουρινή υπομονή…. μέχρι να σε φορτώσω ή να σε ξεφορτώσω δάγκωνες κι ότι υπήρχε γύρω σου…. κι άκου να σου πώ… δεν υπάρχει συνομήλικός σου στο χωριό… και ξέρεις πως ταξίδεψαν στον άλλο κόσμο, άλλοι παρατημένοι στο λιοπύρι και διψασμένοι κι άλλοι παρατημένοι στο λόγγο να τους φάνε τα  σκυλιά και τα τσακάλια…
     Στη θέα του ανηψιού του ο Κυρ-Γιώργης σταμάτησε να…… χωρατεύει με το ζωντανό και τότε σα να σκέφτηκε…. βρε τι το’θελα το παιδί μαζί μου…. αλλά μήπως δεν βλέπουν τη μάνα τους κάθε τόσο να πατούν με το πόδι την κότα… με το ’να χέρι να κρατούν τεντωμένο το λαιμό της και με τ’ άλλο να την αποκεφαλίζουν με την μάχαιρα…. Ναι  αλλά την κότα, το αρνί, το γουρούνι, τα σφάζομε για να τα φάμε… απαντούσε μόνος του… εδώ διαφέρει το πράγμα… να με δει το παιδί να ρίχνω στο ζωντανό γιατί μου είναι άχρηστο….
      Ακόμα μπάρμπα…. ο ήλιος  σε λίγο θα χαθεί….Τράβα εσύ παιδί μου να μη νυχτώσεις….. Κι εσύ μπάρμπα…. εγώ θα δω τι θα κάνω.
      Κίνησε ο μικρός Βαγγέλης και λίγο πριν δει τα πρώτα σπίτια του χωριού σαν να’κουσε μια τουφεκιά…… έτσι σαν ριπή αέρα… κάπου μακριά…. Πέρασε μια βδομάδα μέχρι να ξαναπάει ο Βαγγέλης στο κτήμα και τα βιαστικά χορτάρια είχαν κρύψει  τα  ανομολόγητα…. ούτε ξανάγινε κουβέντα γι’ αυτό στο σπίτι.
       Πέρασαν τα χρόνια… ο  Βαγγέλης  μεγαλώνοντας άφησε το νησί του, δούλεψε σκληρά, προσπάθησε ν’αλλάξει  και τον κόσμο μια στάλα, αν τα κατάφερε ας ρωτήσουμε τους εαυτούς μας και συνταξιούχος πια γύρισε και ασχολούνταν με όλα όσα θα είχε ασχοληθεί αν δεν είχε φύγει ποτέ και τα καλοκαίρια γινόταν με τους φίλους του παιδί κι έτρεχε να χορτάσει τ’ απλά και ωραία πράγματα που δίνουν νόημα στη ζωή κι όσο νεώτερος το αντιλαμβάνεσαι αυτό τόσο πιο κερδισμένος βγαίνεις.
      Μια μέρα χρειάστηκε λίγο παραπανήσιο  χώμα για τα λαχανικά του κι έσκαψε κάτω απ’ τη βελανιδιά που τα μυρμύγκια με τη σχόλη τους αφρατεύουν το χώμα, όταν η αξίνα του βρήκε μια αντίσταση. Υποψιασμένος, όπως όλοι στο νησί, γιατί οπουδήποτε μπορεί να ξεθάψεις και κάτι πολύτιμο, άρχισε να σκάβει προσεκτικά, ώσπου πρόβαλλε το κρανίο ενός γαίδάρου με μερικές τρύπες λίγο πάνω από
 τις τρύπες των  ματιών.
     Η  ριπή …. του ανέμου…. ήρθε σαν αστραπή στη μνήμη του… κι είχε  ακόμη μια ιστορία  να μολοήσει το βράδυ στο καφενείο… 
 Γράφει η: Μαρία Ευαγ. Μπαμπάνη
Πηγή: Εφημερίδα  ΑΓΡΑΜΠΕΛΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ   αρ. φύλου 22 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου