Σελίδες

Δευτέρα 10 Μαΐου 2010

Εικόνες μακρινές κι αγαπημένες........


Κατά τις 10 του Απρίλη οι βροχές σταμάτησαν, κι όπως όλος ο κόσμος η κυρά Βαγγελιώ σηκώθηκε απ’ τα χαράματα να βγάλει απ’ τις βραγιές φυντάνι και να το βάλει σε παστάδες σε τελάρα και κοφίνια. Ποτιστήρια, ένα παγούρι νερό, ψωμί, ελιές και φρέσκα κρεμμύδια στη μπόλια και δρόμο για τον κάμπο με τον κύρη της και τις αγριοξυπνημένες θυγατέρες της. Ο άντρας της άνοιγε αυλάκια, αυτή και η μία κόρη φύτευαν με το σουβλί μία-μία ρίζα και η μικρότερη έβγαζε νερό από το πηγάδι και πότιζε με το ποτιστήρι. Αυτό ήταν το μόνο νεράκι που έπαιρνε ο καπνός κείνα τα χρόνια στα ξερικά χωραφάκια. Αυτή η δουλειά κρατούσε ίσα με το σούρουπο μ’ ένα διάλειμμα το μεσημέρι για φαγητό. Η μεγάλη κόρη ολημερίς κακόκεφη. Δεν είναι δουλειά αυτή βρε μάνα… όλη μέρα σκυμένη στ’ αυλάκι να πρήζονται τα μάτια σου, να μη μπορείς να πεις ούτε κουβέντα… Γι’ αυτό να μάθεις γράμματα, της απαντούσε η κυρά- Βαγγελιώ. Κατά το απόγευμα που οι αντοχές λιγόστευαν οι θυγατέρες φύτευαν τις ρίζες δυο-δυο μπας και τελειώσουν. Μέχρι που τις έβλεπε η μάνα τους και θύμωνε με τα καμώματά τους. Το σούρουπο γύριζαν στο χωριό, ο κύρης τραβούσε κατά το στάβλο, οι κοπέλες άναβαν φωτιά κι εκείνη μαγείρευε για την άλλη μέρα, μοιρασμένες οι δουλειές.
Τη Μεγάλη Βδομάδα θα φύτευαν μέχρι την Μεγάλη Τετάρτη. Την Μεγάλη Πέμπτη θα έβαφαν αυγά τυλιγμένα σε γυναικίες κάλτσες με φύλλα από αγιόκλημα, θα πήγαιναν οπωσδήποτε ν’ ακούσουν τα Δώδεκα Ευαγγέλια αλλά τα μάτια τους έκλειναν από την κούραση… Στον Επιτάφιο τα λουλούδια λιγοστά, γεράνια κι αγριολούλουδα… Η Μεγάλη βδομάδα πάντοτε μουντή και συννεφιασμένη, σαν τη μοίρα του φτωχού αγρότη. Το χωριό την ημέρα έρημο, που και που έβλεπες κανένα παιδί ν’ ακολουθεί τη γιαγιά του, τα βράδια μια κούραση βαριά απλωνόταν στον αέρα, ακόμα και η ζωηράδα των ζώων χανόταν, αυτά συμπονούσαν τα’ αφεντικά τους και τα’ αφεντικά τους εκείνα. Με τέτοια κούραση πόσο λαμπρή να είναι γι’ αυτούς η Λαμπρή;
Κι ύστερα έρχονταν κι οι άνθρωποι της πόλης με τα καθαρά τους χέρια, τα όμορφα ρούχα, έτρωγαν μαζί τους, τους άγγιζε από την συναναστροφή τους για λίγο ο αέρας των μακρινών πόλεων κι όταν εκείνοι τη Δευτέρα της Λαμπρής έφευγαν, έφευγε μαζί τους και η αθωότητά τους. Γιατί η ζωή στις πόλεις ήταν τότε ζηλευτή…
Πηγη: ΑΓΡΑΜΠΕΛΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ
Γράφει : Μαρία Ευαγ. Μπαμπάνη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου