Κυκλοφόρησε το ημερολόγιο 2010 του Μορφωτικού πολιτιστικού Συλλόγου Αγραμπελιωτών «Η Αγράμπελη» όπου παρουσιάζεται η παραδοσιακή υφαντική τέχνη του Αγραμπέλου, που γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στο γραφικό χωριό και πλέον αποτελεί κομμάτι της ιστορίας του. Η ξενάγηση στον κόσμο των Αγραμπελιώτικων υφαντών ανοίγει με τον πρόλογο της Μαρίας Μπαμπάνη, η οποία περιγράφει γλαφυρά πώς η τοπική παράδοση συνδέει την υφαντική με την ίδια τη ζωή. Στη συνέχεια παρουσιάζονται τα Αγραμπελιώτικα υφαντά, φλοκάτες, κουβέρτες, μπατανίες, κουρελούδες, κιλίμια, σαέσματα, κ.α. που φτιάχτηκαν από τη ψυχή και τα χέρια των Αγραμπελιώτισσων γυναικών. Για να παραγγείλετε και να προμηθευτείτε το σπάνιο συλλεκτικό ημερολόγιο, επικοινωνήστε με τον πρόεδρο του συλλόγου: Γιώργος Τσέλιος, τηλ: 6973661013.
Υφαντά Αγραμπέλου
Γράφει: Η Μαρία Μπαμπάνη
Όλες οι χώρες έχουν να επιδείξουν παράλληλα προς τα βιομηχανοποιημένα προϊόντα και καθαρά λαϊκά υφαντά τα οποία συνεχίζουν μια μακρόχρονη παράδοση.
Στη χώρα μας η προϊστορία της λαϊκής υφαντικής ανάγεται στη νεολιθική εποχή, ενώ υπάρχουν αναφορές και στα ομηρικά έπη. Αργαλειοί εμφανίζονται σε έργα αγγειογραφίας ενώ στην Οδύσσεια η Πηνελόπη με τον αργαλειό απωθεί τους μνηστήρες. Από την εποχή του Βυζαντίου και μετά η λαϊκή υφαντική κατέλαβε σημαντική θέση ανάμεσα στις υπόλοιπες λαϊκές τέχνες.
Ανάμεσα στα Ελληνικά υφαντά τιμητική θέση κατέχουν τα κρητικά, του Μετσόβου, της Λευκάδας, της Καρπάθου, της Σκύρου και άλλων περιοχών που με την ποικιλία των σχεδίων τους μαρτυρούν υψηλή στάθμη λαϊκής καλλιτεχνικής αντίληψης και αισθητικής των χρωμάτων.
Εξέχουσα θέση κατέχουν και τα δικά μας τα βλάχικα υφαντά, φλοκάτες βελέντζες, χράμια, μπατανίες, σαϊσματα, σακούλια, κιλίμια, φορεσιές φτιαγμένα στο χέρι από αρχής μέχρι τέλους.
Όλα άρχιζαν τον Μάιο. Με την κούρα των προβάτων και των κατσικιών οι νοικοκυρές αν δεν είχαν δικά τους αγόραζαν από τους κτηνοτρόφους το μαλλί. Πρώτη δουλειά το καλό πλύσιμο στο γερομπόρο και η μεταφορά στο χωριό όπου απλώνονταν σε πανιά για να στεγνώσει καλά. Στη συνέχεια το λανάριζαν (ξύσιμο) για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες. Εκεί ξεχώριζε το μαλλί σε πρώτης και δεύτερης ποιότητας. Στην πρώτη ανήκε το μακρύτερο και καθαρότερο και προορίζονταν για το στημόνι. Μετά την επιλογή αναλάμβαναν οι γιαγιάδες με την ρόκα και το αδράχτι που μετέτρεπαν το μαλλί σε κλωστή. Η κλωστή τυλίγονταν σε κουλούρες στην ανέμη. Στη συνέχεια έπρεπε να βαφεί (η κλωστή) σε καζάνι πάνω στη φωτιά, όπου έβραζε για να απορροφηθεί καλά το χρώμα, με φυσική βαφική υλη ζωικής ή φυτικής προέλευσης. Πολλές φορές χρησιμοποιούσαν καρπό βελανιδιάς ο οποίος βράζοντας παρήγε ένα ωραίο λαδί χρώμα. Το μαλλί της γίδας δεν βάφονταν, αλλά το χρησιμοποιούσαν με το φυσικό του χρώμα για σαϊσματα.
Και τέλος έφτανε η ώρα του αργαλειού που ήταν στημένος σε κάθε Βλάχικο αγροτικό σπίτι, με το στημόνι, τις σαΐτες, τις «σπάτες».
Αλλά η ύφανση δεν τέλειωνε με τον αργαλειό. Τα υφαντά έπρεπε στη συνέχεια να ραφτούν για να αποκτήσουν ταυτότητα και να πάρουν το δρόμο για το νεροτριβειό, όπου με την περιστροφή στο νερό έπαιρναν την τελική τους μορφή. Οι φορεσιές, οι μπουραζάνες, τα σιγκούνια, οι κεντημένες ποδιές, τα μεσοφόρια (κιμιάσες), τα μαντήλια, οι μπέρτες, οι φουστανέλες που σήμερα απλά τα θαυμάζουμε αποτελούν προϊόντα επίμονης και πολύμηνης εργασίας.
Υφαντά Αγραμπέλου
Γράφει: Η Μαρία Μπαμπάνη
Όλες οι χώρες έχουν να επιδείξουν παράλληλα προς τα βιομηχανοποιημένα προϊόντα και καθαρά λαϊκά υφαντά τα οποία συνεχίζουν μια μακρόχρονη παράδοση.
Στη χώρα μας η προϊστορία της λαϊκής υφαντικής ανάγεται στη νεολιθική εποχή, ενώ υπάρχουν αναφορές και στα ομηρικά έπη. Αργαλειοί εμφανίζονται σε έργα αγγειογραφίας ενώ στην Οδύσσεια η Πηνελόπη με τον αργαλειό απωθεί τους μνηστήρες. Από την εποχή του Βυζαντίου και μετά η λαϊκή υφαντική κατέλαβε σημαντική θέση ανάμεσα στις υπόλοιπες λαϊκές τέχνες.
Ανάμεσα στα Ελληνικά υφαντά τιμητική θέση κατέχουν τα κρητικά, του Μετσόβου, της Λευκάδας, της Καρπάθου, της Σκύρου και άλλων περιοχών που με την ποικιλία των σχεδίων τους μαρτυρούν υψηλή στάθμη λαϊκής καλλιτεχνικής αντίληψης και αισθητικής των χρωμάτων.
Εξέχουσα θέση κατέχουν και τα δικά μας τα βλάχικα υφαντά, φλοκάτες βελέντζες, χράμια, μπατανίες, σαϊσματα, σακούλια, κιλίμια, φορεσιές φτιαγμένα στο χέρι από αρχής μέχρι τέλους.
Όλα άρχιζαν τον Μάιο. Με την κούρα των προβάτων και των κατσικιών οι νοικοκυρές αν δεν είχαν δικά τους αγόραζαν από τους κτηνοτρόφους το μαλλί. Πρώτη δουλειά το καλό πλύσιμο στο γερομπόρο και η μεταφορά στο χωριό όπου απλώνονταν σε πανιά για να στεγνώσει καλά. Στη συνέχεια το λανάριζαν (ξύσιμο) για να απομακρυνθούν ξένες ύλες ή ακαθαρσίες. Εκεί ξεχώριζε το μαλλί σε πρώτης και δεύτερης ποιότητας. Στην πρώτη ανήκε το μακρύτερο και καθαρότερο και προορίζονταν για το στημόνι. Μετά την επιλογή αναλάμβαναν οι γιαγιάδες με την ρόκα και το αδράχτι που μετέτρεπαν το μαλλί σε κλωστή. Η κλωστή τυλίγονταν σε κουλούρες στην ανέμη. Στη συνέχεια έπρεπε να βαφεί (η κλωστή) σε καζάνι πάνω στη φωτιά, όπου έβραζε για να απορροφηθεί καλά το χρώμα, με φυσική βαφική υλη ζωικής ή φυτικής προέλευσης. Πολλές φορές χρησιμοποιούσαν καρπό βελανιδιάς ο οποίος βράζοντας παρήγε ένα ωραίο λαδί χρώμα. Το μαλλί της γίδας δεν βάφονταν, αλλά το χρησιμοποιούσαν με το φυσικό του χρώμα για σαϊσματα.
Και τέλος έφτανε η ώρα του αργαλειού που ήταν στημένος σε κάθε Βλάχικο αγροτικό σπίτι, με το στημόνι, τις σαΐτες, τις «σπάτες».
Αλλά η ύφανση δεν τέλειωνε με τον αργαλειό. Τα υφαντά έπρεπε στη συνέχεια να ραφτούν για να αποκτήσουν ταυτότητα και να πάρουν το δρόμο για το νεροτριβειό, όπου με την περιστροφή στο νερό έπαιρναν την τελική τους μορφή. Οι φορεσιές, οι μπουραζάνες, τα σιγκούνια, οι κεντημένες ποδιές, τα μεσοφόρια (κιμιάσες), τα μαντήλια, οι μπέρτες, οι φουστανέλες που σήμερα απλά τα θαυμάζουμε αποτελούν προϊόντα επίμονης και πολύμηνης εργασίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου