Σελίδες

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2009

Oι κόρες του Λέπουρα

Γράφει η: Μαρία Μπαμπάνη*
Οι κόρες του Γιάννου του Λέπουρα ήταν η μία ομορφότερη και αξιότερη απ’ την άλλη. Είχε κι ένα «παιδί» κατά πως λέγαν τότε τ’ αγόρια, μα κάλλιο να’ χε άλλες τόσες θυγατέρες έλεγε, γιατί ο γιός του ήταν πολύ μαλακός για άντρας κείνης της εποχής, άβουλος, του’ κρινες και κοκκίνιζε. Παρά ταύτα καμιά από τις θυγατέρες του δεν είχε την τύχη που άξιζε, όλες στην παντρειά κακόπεσαν. Η δεύτερη πήρε ένα χήρο είκοσι χρόνια μεγαλύτερό της και δεν έκαμε παιδιά. Η τρίτη πήρε ένα χήρο που’ χασε τη γυναίκα του στη γέννα κι ανάστησε πέντε παιδιά που βρήκε και τρία δικά της οκτώ. Κι όλα κορίτσια. Μόνο αυτή κι η πλάτη της ήξεραν τι σημαίνει να υφάνεις προίκα στον αργαλειό για έξι θυγατέρες, γιατί οι δύο έφυγαν για τη Αυστραλία και δεν ξαναγύρισαν..
Δεν ξέρω γιατί οι χήροι τότε έβρισκαν τα καλλίτερα κορίτσια να ξαναρχίσουν τη ζωή τους , ενώ οι χήρες έθαβαν τη δική τους μαζί με των ανδρών τους!!!!....
Στην τέταρτη δώσανε ένα μεθύστακα τσιφλικά, που σα μεθούσε, άπλωνε και το χέρι του. Όταν πέθανε -ευτυχώς γι’ αυτή σχετικά νωρίς- είπε και μέσα της και φωναχτά: - «Τώρα θα ζήσω μια στάλα ζωή!». Κι όπως της άφησε και περιουσία, αλλά όχι παιδιά, όλοι οι ανήμποροι έβρισκαν καταφύγιο στην πόρτα της.
Αιτία για όλες αυτές τις κακοτυχίες για τα άξια και έμορφα κορίτσια του Λέπουρα, ήταν ο Βασίλαρος, ο γαμπρός της πρώτης θυγατέρας, ένας κεφάλας με μούρη γουρουνιού, γλώσσα φιδιού κι αλαπουδίσιο φρόνημα. Έτσι τον περιέγραφε η μικρότερη. Αυτός άλλη λιμπίζονταν από τις αδελφές και άλλη πήρε. Πήρε την πρώτη, την πιο μαλακιά, την πιο ντροπαλή, γιατί οι άλλες δήλωσαν πως κάλλιο να μπούν σε Μοναστήρι, παρά να τον παντρευτούν.
Κι έτσι ο κακόψυχος πήρε αυτή που μπόρεσε, μα είχε στο νου του, πως άμα μπει στην οικογένεια «θα τις βολέψει όλες». Είδαν κι έπαθαν οι δόλιες αρκετές φορές να ξεφύγουν απ’ τα βρωμόχερά του -το τι σκαρφίζονταν για να τις ξεμοναχιάσει ένα Θεός ξέρει- μέχρι να παντρευτούν και να γλιτώσουν από τις βρώμικες ορέξεις του. Που να τολμήσουν να το ξεστομίσουν στον πατέρα τους, στον έστω μαλακό αδελφό τους. Φονικό θα’ θελε να γένει. Καλλίτερα -έλεγαν στα βαθιά τους γεράματα- να το μαρτυρούσαμε τότε στον πατέρα, ένας βρωμιάρης λιγότερο. Ένας βρωμιάρης που κατέστρεψε την οικογένειά μας.
Γιατί καμιά δεν πήρε αυτόν που ήθελε, αλλά αυτούς που ήθελε ο Βασίλαρος, που πότε με το καλό, πότε ποτίζοντας το γέρο ρακί, πότε με απειλές, πότε με ψυχαναγκασμό ότι θα του μείνουν ανύπαντρες, έπειθε τον κύρη τους και τον αδελφό τους για κάθε προξενιό που έφερνε αυτός, πάντα αυτός, ο μεγάλος αδελφός……
Τα χρόνια πέρασαν. Όταν ο άνθρωπος περνάει καλά, αφήνει το παρελθόν πίσω του, βρίσκει το κουράγιο και συγχωρεί…..Όταν όμως τα βάσανά του δεν έχουν τελειωμό, το μίσος για τον «αίτιο» ριζώνει τόσο βαθιά που μόνο ο θάνατος σε χωρίζει απ’ αυτό……
Την όγδοη δεκαετία διένυαν πια οι κόρες του Λέπουρα μα ήταν ακόμα κοτσονάτες. Είχαν παρατηρήσει ότι ο Βασίλαρος απόμακρος και κακότροπος όπως πάντα και αντικοινωνικός δεν κάθονταν όπως όλοι οι γερόντοι στην πλατεία του χωριού να περιμένει τον ταχυδρόμο που έφερνε τις συντάξεις τους, άλλου από τον ΟΓΑ, άλλου απ’ το ΤΕΒΕ, άλλου Εθνικής Αντίστασης -κι ας μην ήξερε τι αυτή ήταν- Αυτός, επειδή εκτός από αυτή του ΟΓΑ εισέπραττε και σύνταξη ως ανάπηρος πολέμου -ενώ είχε αυτοτραυματισθεί- κι ένιωθε φαίνεται -ακόμα κι αυτός- λίγη ντροπή, πήγαινε κάθε μήνα και προϋπαντούσε τον Ταχυδρόμο λίγο έξω απ’ το χωριό, προς το Κοιμητήριο.
Η μια γιαγιά κίνησε για το Κοιμητήριο μέσα απ’ το χωριό, η άλλη απ’ τον κάτω δρόμο κι η τρίτη απ’ τον πάνω. Δεν ξέρω αν το είχαν προαποφασίσει ή ήταν απόφαση της στιγμής όταν τον είδαν να καρτεράει τον ταχυδρόμο. Η μια τον παρέσυρε πολύ εύκολα πίσω απ’ το νεκροταφείο, «γιατί ο λύκος κι αν εγέρασε κι άσπρισε το μαλλί του»…..,όπου για κακή του τύχη μια συστάδα βελανιδιές σ’ έκρυβαν από τρεις πλευρές και στην τέταρτη παραμόνευε ένας γκρεμός και στο βάθος μια απ’ τις πολλές ρεματιές.
Με τις μαγκούρες σηκωμένες και οι τρεις τον οδήγησαν στην άκρη του γκρεμού, όπου κι ένα άγγιγμα ακόμα ήταν αρκετό να τον κάνει να χάσει την ισορροπία του και να τον στείλει στο ρέμα κι από κεί στον άλλο κόσμο……..
Μετά πήραν τον δρόμο που η κάθε μία είχε ακολουθήσει και πριν και πήγαν σπίτια τους.
Όταν ο ταχυδρόμος καθυστερημένος κατά τι τον έψαξε με το μάτι του και δεν τον είδε, τον αναζήτησε στην πλατεία και δε φάνηκε, άφησε τις συντάξεις του στο γείτονά του. Άργησε κι αυτός να τις παραδώσει στη γυναίκα του Βασίλαρου, γιατί το’ κανε το μεσημέρι που έκλεισε το καφενείο. Άργησε κι η γυναίκα του ν’ ανησυχήσει γιατί σκέφθηκε ότι μπορεί να πέρασε απ’ το κτήμα και να καταπιάστηκε με κάτι.
Όλα αυτά τα άργητα σκέφτονταν όλοι όταν τον αναζήτησαν κατά το απόγιομα και τον βρήκαν εν τέλει, αλλά ήταν αργά για τη ζωή του.
Ενώ ξενυχτούσαν το λείψανό του κι οι τρεις αδελφές μιξόκλαιγαν «κατά πως έπρεπε», κοίταξαν κάποια στιγμή την αδελφή τους και γυναίκα του -που κι αυτή πολλά του κρατούσε-, αλληλοκοιτάχτηκαν οι τέσσερίς τους και μειδίασαν ελαφρά κάτω από τις μαύρες τους μαντήλες……….
Είχαν συνεννοηθεί …………

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου